- προσλαβεῖν
- προσλαμβάνωtakeaor inf act (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολεμώ — (I) πολεμῶ, έω, ΝΜΑ, πολεμάω, Ν [πόλεμος] 1. κάνω πόλεμο, παίρνω μέρος σε πόλεμο («ἀναπειθομένους τε πολεμεῖν καὶ ἐν ἔργῳ πράσσοντας», Θουκ.) 2. βρίσκομαι σε εμπόλεμη κατάσταση («οι Έλληνες πολέμησαν πολλά χρόνια για να ανακτήσουν την ελευθερία… … Dictionary of Greek
προσδοξάζω — Α 1. προσθέτω κάτι σε μία γνώμη («τὸ οὖν προσλαβεῑν λόγον τῇ ὀρθῇ δόξῃ τί ἂν ἔτι εἴη; εί μὲν γὰρ προσδοξάσαι λέγει ᾗ διαφέρει τι τῶν ἄλλων», Πλάτ.) 2. εισάγω σε μια κρίση ένα πρόσθετο στοιχείο για να προκαλέσω συναισθηματικές εντυπώσεις 3. νομίζω … Dictionary of Greek